Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμόντε
Greek Monolingual
επίρρ. 1.μάταια, εις μάτην 2.φρ. «πηγαίνωαμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι «πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. a monte].