ανάζωστος

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο αναζώνω
αυτός που έχει ζωστεί ψηλά.
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα
χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + ζωστός.