Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άζωστος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)
αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος
αρχ.
ο μη οπλισμένος, άοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].