ξέζωστος

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source

Greek Monolingual

και ξέζουστος, -η, -ο ξεζώνω
1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του
2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος.