-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθοςείδος ψαριού.