-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκταυπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.