ἀνάνιος, -ον (Α)αυτός που δεν προξενεί πόνο ή θλίψηκατά τον Ησύχιο «αβλαβής, άλυπος, υπερήφανος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἄνιος «ανιαρός»].