ανιαρός
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
-ή, -ό (Α ἀνιαρός, -ά, -όν) ανία
αυτός που προκαλεί ανία
νεοελλ.
πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός
2. (για ζώα) βλαβερός
3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος.