ανιαρός

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνιαρός, -ά, -όν) ανία
αυτός που προκαλεί ανία
νεοελλ.
πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός
2. (για ζώα) βλαβερός
3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος.