ανάξεση
Greek Monolingual
η
1. το εκ νέου ξύσιμο
2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
η
1. το εκ νέου ξύσιμο
2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].