Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανάστα
Greek Monolingual
επίρρ. σύγχυση, αναστάτωση, άνω κάτω η λ. απαντά σε φράσεις όπως «έγινε το ανάστα ο Θεός ή ανάστα ο Κύριος», «έγιναν όλοι τους ανάστα» κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που αποσπάστηκε από τη φράση του εκκλ. ύμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν...»].