-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος2. επίρρ. ανάστροφααντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφηράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.