μπάτσος
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
και πάτσος, ο (Μ μπάτσος και πάτσος) ράπισμα, χαστούκι
νεοελλ.
1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) αστυνομικός
2. φρ. «είναι του κλότσου και του μπάτσου» — είναι τιποτένιος, κανείς δεν τον λογαριάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπατς που κάνει το χτύπημα στο μάγουλο. Κατ' άλλους, η λ. < εβραιογερμ. patch «μπάτσος»].