αντίστροφος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίστροφος, -ον)
νεοελλ.
στραμμένος αντίθετα, γυρισμένος ανάποδα
αρχ.
1. ο απέναντι
2. αντίστοιχος, ανάλογος
3. αντίξοος, ανάποδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίστροφα
οι αντιστροφές.