ανένδοτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνένδοτος, -ον) ενδίδω
1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος
2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος.