ανυποχώρητος
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.