ανέχεια

Greek Monolingual

η
έλλειψη, στέρηση των αναγκαίων προς το ζην, οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. αν- στερ. + έχω, κατά το φτώχεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στον πολιτικό Αλ. Μαυροκορδάτο].