ανίατος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίατος, -ον) ιατός
αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων»)
αρχ.
1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση («ἀνίατος διὰ μοχθηρίαν»
Αριστοτέλης)
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο ανώφελος, ο μάταιος («ανίατος μετάνοια»
Αντιφών).