αναγκόσιτος

Greek Monolingual

ἀναγκόσιτος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει σύμφωνα με ορισμένη ιατρική δίαιτα
2. (για παράσιτο) ο αναγκασμένος να τρώει οτιδήποτε βρίσκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + σῖτος.