αναθεματιστής

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια και ίστρα)
1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει
2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα
το αναθεματούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο].