αναθεματίζω

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

ἀναθεματίζω)
1. καταριέμαι, βλασφημώ
2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, -η, -ο
(αρχ.-μσν. ἀνατεθεματισμένος, -η, -ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος
(Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω
αρχ.
προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάθεμα.
ΠΑΡ. αναθεματισμός
νεοελλ.
αναθεμάτιση, αναθεμάτισμα, αναθεματιστής].