αναθεματίζω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀναθεματίζω)
1. καταριέμαι, βλασφημώ
2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, -η, -ο
(αρχ.-μσν. ἀνατεθεματισμένος, -η, -ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος
(Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω
αρχ.
προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάθεμα.
ΠΑΡ. αναθεματισμός
νεοελλ.
αναθεμάτιση, αναθεμάτισμα, αναθεματιστής].