αναθεματούρι

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

το
το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες του αναθέματος, ο τόπος του αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα του αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + -ούρι].