(Α ἀναθηλάζω)νεοελλ.θηλάζω εκ νέου, ξαναβυζαίνωαρχ.βυζαίνω, ρουφώ, απομυζώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-+ θηλάζω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναθήλαση, αναθήλασμα, αναθηλασμός].