-ή, -ό1. ο σχετικός με την αναιμία2. αυτός που πάσχει από αναιμία3. ασθενικός, άτονος, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναιμία, πρβλ. αγγλ. an(a)emic. Ο ελληνικός όρος αναιμικός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Πύρλα).