αναισθητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό αναίσθητος ή αναισθητώ
1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία
2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας.