Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αναιτιάζω
Greek Monolingual
1.απαλλάσσω κάποιον από την εναντίον του κατηγορία 2.αποδεικνύω το αβάσιμο μιας κατηγορίας. [ΕΤΥΜΟΛ.<αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση του ιταλ. discolpare].