ανακαθιστός
Greek Monolingual
-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.
-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.