ανακτορικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακτορικός, -ή, -όν) ἀνάκτορον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανάκτορο ή στον άνακτα, παλατιανός, βασιλικός
2. αυτός που αφοσιώνεται στον βασιλιά.