ανακύκλωση
Greek Monolingual
η (Α ἀνακύκλωσις) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εκ νέου περικύκλωση
αρχ.
1. συνεχής περιστροφή, επαναφορά
2. (για πολιτεύματα) κυκλική διαδοχή.
η (Α ἀνακύκλωσις) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εκ νέου περικύκλωση
αρχ.
1. συνεχής περιστροφή, επαναφορά
2. (για πολιτεύματα) κυκλική διαδοχή.