αναξιβρέντας

Greek Monolingual

ἀναξιβρέντας, ο (Α)
(επίθ. του Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)].