αναπαραγωγή

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου ή συνεχής παραγωγή όμοιων πραγμάτων
2. (ως βιολ. όρος) η λειτουργία τών ζωντανών οργανισμών για τη διαιώνιση του είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον αρχαιολόγο Γ. Νικολαΐδη].