αναπαράγω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα
2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα
3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις.
ΠΑΡ. αναπαραγωγέας, αναπαραγωγή, αναπαραγωγικός, αναπαραγωγός].