αναπαράγω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα
2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα
3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις.
ΠΑΡ. αναπαραγωγέας, αναπαραγωγή, αναπαραγωγικός, αναπαραγωγός].