αναπιέζω

Greek Monolingual

ἀναπιέζω)
1. πιέζω προς τα πίσω
2. πιέζω προς τα επάνω, πιέζω σπρώχνοντας προς τα επάνω
νεοελλ.
πιέζω εκ νέου ή συνεχώς.