αναρμοστώ

Greek Monolingual

ἀναρμοστῶ (-έω) (Α) ανάρμοστος
1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω
2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες.