ταιριάζω
From LSJ
Greek Monolingual
Ν ταίρι
1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια
2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς»)
3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν»)
4. (ως απρόσ.) ταιριάζει
αρμόζει, πάει, στέκεται, είναι εν τάξει, είναι βολικό (α. «του ταιριάζει πολύ ο ρόλος του ειρηνοποιού» β. «δεν ταιριάζει νά 'ρχομαι μόνη αργά στο σπίτι σου»)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ταιριασμένος, -η, -ο
ταιριαστός («ταιριασμένο ζευγάρι»)
6. φρ. «ταιριάζουν τα χνότα τους» — έχουν τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες απόψεις
7. παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι η σύναψη σχέσεων προϋποθέτει ομοιότητα απόψεων ή ψυχική συγγένεια.