και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω)1. ταράζω, ανακατώνω2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψηαρχ.(παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος1. αναταραγμένος, θολός2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη.