Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανατολικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) ανατολή αυτός που ανήκει στην Ανατολή νεοελλ. 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης 2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψηπρος την Ανατολή.