ανδραποδίζω

Greek Monolingual

ἀνδραποδίζω (Α)
(ενεργ, και μέσ.)
1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο
2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον.
ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής, ανδραποδιστικός].