ανδράποδον

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

ἀνδράποδον, το (Α)
1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος
2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων). Σήμαινε κυρίως τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως δούλος (Όμηρος κ.ά.), προσέλαβε όμως και σημασία που εκφράζει περιφρόνηση (Πλάτων, Ξενοφών κ.ά.). Στον Όμηρο απαντά τ. ανδραπόδεσι (ως δοτ. ενός τ. ανδράπους), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε ανδραπόδοισι. Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό ανδράποδον είναι υστερογενής και γι΄ αυτό ο ομηρικός στίχος (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς].