απάγω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
(AM ἀπάγω) άγω
αρπάζω και κρατώ κάποιον
αρχ.
1. οδηγώ μακριά και κρατώ
(«ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» — κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος)
2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῦ τραχήλου», Πλούταρχος)
3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω της στρατιῆς τὸ πολλόν» — αποσύρω το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς, Ηρόδοτος)
4. (ελλειπτ.) αποσύρομαι, αποχωρώ
5. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω στην πατρίδα («ἀπήγαγεν οἴκαδε», Όμηρος)
6. αποδίδω ό,τι οφείλω, πληρώνω («ἀπάγω τὸν φόρον», Αριστοφ.)
7. συλλαμβάνω και οδηγώ με τη βία («ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ» — φέρτε τον μπροστά μου, Ηρόδοτος)
8. οδηγώ κάποιον μπροστά σε αρμόδιο αξιωματούχο («ἀπάγω ὡς θεσμοθέτας», Δημοσθ.) και διατυπώνω την κατηγορία («ἀπάγω ἀσεβείας» — κατηγορώ ως ένοχο ασέβειας, Δημοσθ.)
9. οδηγώ κάποιον στη φυλακή («ἀπάγω εἰς τὸ δεσμωτήριον», Δημοσθ.)
10. απομακρύνω τη συζήτηση από το προκείμενο, από το κύριο θέμα («ἀπάγω τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως», Δημοσθ.)
11. αφαιρώ, αποχωρίζω
«ἀπ' ὄψεως... τὰ δοξάζοντα ἀπάγω», Πλάτων)
12. φέρω, κρατώ
(«ἀπάγω ἐν ἀριστερᾷ τόξον», Πλάτων)
13. ἄπαγε (προστ. ως επίρρ.) φύγε, χάσου, σταμάτα («ἄπαγε τῆς βλασφημίας»
«ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών» — ξεκουμπίσου, Αριστοφάνης
«ἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος» — κάτω τα χέρια απ' τη μέση, κοντά τα χέρια σου, Αριστοφ.).