απάγω

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

(AM ἀπάγω) άγω
αρπάζω και κρατώ κάποιον
αρχ.
1. οδηγώ μακριά και κρατώ
(«ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» — κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος)
2. αφαιρώ, μετακινώἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῦ τραχήλου», Πλούταρχος)
3. οδηγώ μακριά, αποσύρωἀπάγω της στρατιῆς τὸ πολλόν» — αποσύρω το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς, Ηρόδοτος)
4. (ελλειπτ.) αποσύρομαι, αποχωρώ
5. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω στην πατρίδα («ἀπήγαγεν οἴκαδε», Όμηρος)
6. αποδίδω ό,τι οφείλω, πληρώνωἀπάγω τὸν φόρον», Αριστοφ.)
7. συλλαμβάνω και οδηγώ με τη βία («ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ» — φέρτε τον μπροστά μου, Ηρόδοτος)
8. οδηγώ κάποιον μπροστά σε αρμόδιο αξιωματούχο («ἀπάγω ὡς θεσμοθέτας», Δημοσθ.) και διατυπώνω την κατηγορίαἀπάγω ἀσεβείας» — κατηγορώ ως ένοχο ασέβειας, Δημοσθ.)
9. οδηγώ κάποιον στη φυλακήἀπάγω εἰς τὸ δεσμωτήριον», Δημοσθ.)
10. απομακρύνω τη συζήτηση από το προκείμενο, από το κύριο θέμαἀπάγω τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως», Δημοσθ.)
11. αφαιρώ, αποχωρίζω
«ἀπ' ὄψεως... τὰ δοξάζοντα ἀπάγω», Πλάτων)
12. φέρω, κρατώ
ἀπάγω ἐν ἀριστερᾷ τόξον», Πλάτων)
13. ἄπαγε (προστ. ως επίρρ.) φύγε, χάσου, σταμάτα («ἄπαγε τῆς βλασφημίας»
«ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών» — ξεκουμπίσου, Αριστοφάνης
«ἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος» — κάτω τα χέρια απ' τη μέση, κοντά τα χέρια σου, Αριστοφ.).