Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανδροτής
Greek Monolingual
ἀνδροτής, -ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ.<ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή του ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα].