παραλλαγή
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
ἡ,
A passing from hand to hand, transmission, πυρὸς παραλλαγαί A.Ag.490; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10.
b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113.
2 alternation, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων their alternate movements, Hp.Art.30; παραλλαγὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν, of dancers, Critias 36.
3 distortion of the vertebrae, Hp.Art.48; contortion, twisting, of wood, Thphr. HP 5.1.12 (pl.).
4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht.196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9.
II difference between things, ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr. HP 6.6.5; μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5; ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5; ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32.
III variety, variation, Thphr. HP 2.3.2; μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U. (pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7; γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63; change of meaning, παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258, cf. 3.33.
IV frenzy, madness, ἐν π. γενέσθαι LXX 4 Ki.9.20; π. ψυχῆς perturbation of soul, Iamb.VP 25.111.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, = παράλλαξις; φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγαί, Aesch. Ag. 476, des Feuers Wechsel; διανοίας πρὸς αἴσθησιν παραλλαγή, Plat. Theaet. 196 c; – der Unterschied, ἡ ἐξ ἀμφοῖν παρ., Pol. 6, 7, 3; vgl. μεγάλην δ' ἔχει παραλλαγὴν τὰ μέταλλα ταῦτα συγκρινόμενα τοῖς κατὰ τὴν Ἀττικήν, D. Sic. 5, 37.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
échange (de signaux par le feu);
NT: variation ; changement.
Étymologie: παραλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλλαγή -ῆς, ἡ [παραλλάττω] afwisseling:. πυρὸς παραλλαγάς estafette van vuursignalen Aeschl. Ag. 490; μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων afwisselende beweging van spieren en pezen Hp. Art. 30. verwisseling:. διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. verwisseling van verstand en gewaarwording Plat. Tht. 196c. verandering. geneesk. verstuiking.
Russian (Dvoretsky)
παραλλᾰγή: ἡ
1 смена, чередование (φρυκτωριῶν τε καὶ πυρός Aesch.);
2 изменение (π. ἢ τροπή NT);
3 замещение, замена, подмена (διανοίας πρὸς αἴσθησιν Plat.);
4 различие, разница: μεγάλην ἔχειν παραλλαγήν τινι Diod. сильно отличаться от чего-л.
English (Strong)
from a compound of παρά and ἀλλάσσω; transmutation (of phase or orbit), i.e. (figuratively) fickleness: variableness.
English (Thayer)
παραλλαγής, ἡ (παραλλάσσω), variation, change: Aeschylus, Plato, Polybius, others.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ παραλλάσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραλλάσσω, μεταβολή, τροποποίηση
2. μορφή που μοιάζει ως προς τα κυριότερα χαρακτηριστικά με κάποια άλλη συγγενική της, ποικιλία («υπάρχουν πολλές παραλλαγές ορυκτών»)
1
Greek Monotonic
παραλλᾰγή: ἡ,
1. πέρασμα από χέρι σε χέρι, μεταβίβαση, σε Αισχύλ.
2. ποικιλία, αλλαγή, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παραλλᾰγή: ἡ, ἡ ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα μεταβίβασις, πυρὸς παραλλαγαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 490. 2) διαδοχή, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων, αἱ διαδοχικαὶ κινήσεις αὐτῶν, Ἱππ. 797F· π. ποδῶν, αἱ κατ’ ἐναλλαγὴν κινήσεις τῶν ποδῶν κατὰ τὴν ὄρχησιν (πρβλ. Θερμαστρὶς Ι. 2), Bach εἰς Κριτίαν σελ. 96· - διαστροφὴ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815. 3) ἐναλλαγή, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π., ἐναλλαγὴ μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ αἰσθήσεως, τὸ τιθέναι θἄτερον ἀντὶ τοῦ ἑτέρου, Πλάτ. Θεαίτ. 196C· πρβλ. Παραλλάσσω Ι. ΙΙ. διαφορὰ μεταξὺ πραγμάτων, ποιεῖν π. τινα εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 5· μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Πολύβ. 6. 7, 3· μεγάλην ἔχειν π. Διόδ. 5. 37· ἡ π. τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ ἄλογα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 3· π. κάλλους πρὸς αἶσχος αὐτόθι 2. 23, 32· πρβλ. παράλλαγμα ΙΙ. ΙΙΙ. ἀλλοίωσις, ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 17.
Middle Liddell
παραλλᾰγή, ἡ,
1. a passing from hand to hand, transmission, Aesch.
2. variation, change, NTest.
Chinese
原文音譯:parallag» 爬而阿拉給
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-變更
字義溯源:變化,變更,改變;由(παρά)*=旁,出於)與(ἀλλάσσω)=改變)組成;而 (ἀλλάσσω)出自(ἄλλος)*=別的)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 改變(1) 雅1:17