ανδρεία
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
η (AM ἀνδρεία)
η ιδιότητα του ανδρείου, αντρειοσύνη, αντρειά
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα
2. ανδρική ηλικία, ενηλικίωση
αρχ.
πληθ. αἱ ἀνδρεῖαι
γενναίες πράξεις, κατορθώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρείος. Η γραφή της λ. αμφισβητείται. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τ. ανδρία, με τον οποίο συμφωνεί και ο γραμματικός Απολλώνιος ο Δύσκολος. Τόσο όμως η μετρική και η μορφολογία όσο και ο ιων. τ. ανδρίη συντείνουν υπέρ της γραφής με -ει-. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο τ. επ-ανδρίᾳ ή ευανδρίᾳ (Ευρ. Ηρ. μαιν., στ. 475)].