ομηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα και έτσι δημιουργεί δροσιά στον χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο].