ανεμίζω
Greek Monolingual
(Μ ἀνεμίζω)
Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα
νεοελλ.
1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω
2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, κυματίζω
μσν.
διώχνω, διασκορπίζω
2. οσφραίνομαι, μυρίζομαι
3. μτφ. ψυχανεμίζομαι, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
II. (μέσ., -ομαι) αρχ.-νεοελλ. παρασύρομαι από τον άνεμο
νεοελλ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι
2. πέρδομαι υπόκωφα.