ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α)1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος2. γρήγορος σαν τον άνεμο3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα»).