ανεξίθρησκος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα ή αδιαφορία τη θρησκευτική πίστη των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + θρήσκος, πιθ. κατά το ανεξίκακος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Φιλικό Νικόλαο Σπηλιάδη].