θρήσκος

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θρῆσκος, -ον, θηλ. και -α)
ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή
αρχ.
ο δεισιδαίμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.].