ανεπισκίαστος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του
μσν.
εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.