ἀνεπισκίαστος

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπισκίαστος Medium diacritics: ἀνεπισκίαστος Low diacritics: ανεπισκίαστος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΚΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anepiskíastos Transliteration B: anepiskiastos Transliteration C: anepiskiastos Beta Code: a)nepiski/astos

English (LSJ)

ἀνεπισκίαστον, not in the shade, Alex.Aphr.in Mete.19.15.

Spanish (DGE)

-ον no sombreado Alex.Aphr.in Mete.19.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκιαζόμενος, καθαρός, λαμπρός, Βασίλ., κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του
μσν.
εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.