ειλικρινής
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
Greek Monolingual
-ές (AM εἰλικρινής, -ές)
ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος
μσν.
καθαρός, αμόλυντος
αρχ.
1. καθαρός, αμιγής
2. απλός, απόλυτος
3. ολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του κρίνω με επίθημα -es- (πρβλ. ευκρινής). Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. είλη, το δε -ι να είναι συνδετικό φωνήεν (πρβλ. αιγιπόδης). Η σημασία της λέξεως ειλικρινής θα ήταν «ευδιάκριτος από τον ήλιο», η λ. είλη όμως σημαίνει «θερμότητα του ήλιου», το δε Felā στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. είλω «γυρίζω, στρέφω, κάνω κάτι να γυρίσει»].